γλυκοφέγγω

γλυκοφέγγω
αμετ.
1) мягко светить, освещать; 2) нежно, приятно светиться; 3) απρόσ. светает, рассветает

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γλυκοφέγγω" в других словарях:

  • γλυκοφέγγω — και φεγγιάζω 1. φωτίζω απαλά 2. απρόσ. γλυκοφέγγει αρχίζει να ξημερώνει …   Dictionary of Greek

  • γλυκοφέγγω — 1. φέγγω, φωτίζω ευχάριστα: Γλυκοφέγγουν τα κεριά στο εκκλησάκι. 2. το απρόσ., γλυκοφέγγει αρχίζει να ξημερώνει ευχάριστα, γλυκοχαράζει: Άρχισε να γλυκοφέγγει το πρωί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»